- τσιτωτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά τσιτωμένος, τεντωμένος, τεζαριστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιτωτός — ή, ό, Ν βλ. τσητωτός … Dictionary of Greek
τσητωτός — και τσιτωτός, ή, ό, Ν [τσητώνω /τσιτώνω] τεντωμένος, τσητωμένος … Dictionary of Greek
τεζαριστός — ή, ό τεντωμένος, τσιτωτός: Το σκοινί είναι τεζαριστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)